Βίντεο  —  Posted: 07/04/2013 in BMW, BMW 1200 GS, Ταξίδια
Ετικέτες: , , , , ,

Teaser

Βίντεο  —  Posted: 07/04/2013 in BMW 1200 GS
Ετικέτες: , , , ,

Ridding a BMW

Posted: 04/03/2012 in BMW, Ταξίδια
Ετικέτες:

Απόγευμα 12ης Αυγούστου 2009, ώρα: 2μμ

Η διαδρομή αυτή, δεν έχει χάρτη, γιατί ο χωματόδρομος που ακολούθησα, δεν υπάρχει ούτε στο χάρτη (της Google τουλάχιστον, γιατί σε εκείνους της Ανάβασης, τους χάρτινους- υπάρχει μαζί με όλα τα παρακλάδια του).

Για το 1ο Μέρος του Ταξιδιού στον Κίσσαβο, πατήστε εδώ

Μόλις βγήκα στον κεντρικό δρόμο άρχισα να κατηφορίζω προς τα κάτω. Στο δρόμο μου ήξερα ότι θα συναντήσω το ξενοδοχείο Δοχός, το οποίο έχει πραγματικά προνομιακή θέση χτισμένο στην πλαγιά.

Αρκετά ψηλότερα σε σχέση με τη θάλασσα, έχει μοναδική θέα στο Αιγαίο, προς την πλευρά της Κατερίνης και τη Θεσσαλονίκη (τόσο μακριά βέβαια δεν βλέπει κανείς) και το μάτι “φτάνει” μέχρι την παραλία των Νέων Πόρων και για όσους βλέπουν πιο μακριά, μέχρι την παραλία του Πλαταμώνα. Όποτε περνάω από εκεί, σταματάω πάντοτε γιατί εκτός από τη θέα, έχει και καλό σέρβις και -για το δικό μου γούστο- αξιοπρεπές περιβάλλον.

Στάθηκα περίπου μισή ωρίτσα εκεί και ξεκινήσα για το δρόμο της επιστροφής προς τα Αμπελάκια, με στόχο να προλάβω το μεσημεριανό. Θα πρέπει να ήταν γύρω στις 2.30 την ώρα που στο δρόμο που συνδέει το Στόμιο με την εθνική οδό, είδα την πινακίδα Αμπελάκια 25.

Η περιπέτεια αρχίζει

Κοίταξα την πλαγιά προς τα επάνω, είχα και την καλή εμπειρία από την πρωινή μου διαδρομή στο χωματόδρομο και δεν έκανα δεύτερη σκέψη. Έστριψα αριστερά και ακολούθησα τον πατημένο χωματόδρομο που ανέβαινε προς τον Κίσσαβο. Τα πρώτα 2 με 3 χιλιόμετρα δεν έδειχαν σε καμία περίπτωση τι θα ακολουθούσε. Ο δρόμος σε κάποια σημεία χαλούσε, είχε και κάποια φαγώματα από τα νερά του χειμώνα, ωστόσο η θέα, που έβλεπε προς τις εκβολές του Πηνειού και το Αιγαίο, σε αποζημίωνε σίγουρα.

Θα πρέπει να είχα διανύσει περίπου 5 με 6 χιλιόμετρα, και σταδιακά το οδόστρωμα άρχισε να γίνεται πιο άγριο. Τα σκαψίματα από τα νερά γινόντουσαν όλο και πιο βαθιά, ενώ οι πέτρες και τα άλλα υλικά που είχαν κατεβάσει οι βροχές, σε κάποια σημεία γέμιζαν σχεδόν όλο το δρόμο. Είχε βρέξει πριν από περίπου 15 ημέρες, ωστόσο οι πέτρες και τα χώματα πρέπει να ήταν εκεί από τις χειμωνιάτικες βροχές. Η βλάστηση δεν ήταν ακόμα τόσο πυκνή στις πλευρές του δρόμου, πράγμα που επέτρεπε στον ήλιο να βλέπει το χωμάτινο δρόμο (μάλλον φαρδύ μονοπάτι), το οποίο σίγουρα αν είχε βρέξει πρόσφατα θα ήταν γεμάτο λάσπη.

Στην πρώτη διασταύρωση μονοπατιών, τα πράγματα ήταν απλά, γιατί ακολούθησα τον πιο “μεγάλο” δρόμο και τον πιο πατημένο. Λίγο πιο δύσκολα έγιναν στην επόμενη διασταύρωση, στην οποία έκανα τη σωστή επιλογή περισσότερο τυχαία, ακολουθώντας το σωστό δρόμο σκεπτόμενος ότι ο δρόμος που πάει νότια ήταν ο σωστός και όχι εκείνος που πήγαινα δυτικά, ωστόσο στην τρίτη διασταύρωση αρκετά χιλιόμετρα πιο κάτω και ενώ είχα αρχίσει να πλησιάζω προς το δάσος οφείλω να ομολογήσω ότι μπερδεύτηκα.

Και οι δυο δρόμοι ήταν το ίδιο χάλια, ενώ ο ένας πήγαινε ανατολικά προς τη μικρή χαράδρα και ο άλλος δυτικά προς την μεγάλη χαράδρα στην πλευρά των Τεμπών. Σταμάτησα… ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι ίσως θα έπρεπε να κάνω αναστροφή και να γυρίσω πίσω….

Από δω πάν κι άλλοι…, (όταν περνούν, μια φορά στη δεκαετία)…

Λίγα λεπτά διήρκησε η ολιγωρία μου όταν ξαφνικά λίγο πιο πέρα, πάνω από ένα ανάχωμα, παρατήρησα μια φιγούρα να με κοιτά με πολύ προσοχή. Ένας βοσκός, ανεβασμένος επάνω σε ένα μικρό “λοφίσκο” από πέτρα και χώμα, με κοιτούσε ερευνητικά, λίγο με ενδιαφέρον, λίγο με απορία λίγο με δυσπιστία, ενώ ήταν προφανές ότι του έκανε αρκετή εντύπωση το “σιδερένιο άλογο” μου και συγκεκριμένα τα δυο εξογκώματα των κυλίνδρων του boxer δεξιά και αριστερά.

“Για τα Αμπελάκια από που πάω;;” φώναξα με ένταση και εκείνος μάλλον ατάραχος, απάντησε γρήγορα με ένα νεύμα, δείχνοντας μου τη σωστή κατεύθυνση και εστιάζοντας πια την προσοχή του περισσότερο στη μηχανή παρά σε εμένα.

Ευχαρίστησα με νεύμα και ακολούθησα το δρόμο προς τα ανατολικά, που πήγαινε προς τη μικρή χαράδρα.

Ο δρόμος άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ανηφορικός και έπρεπε κανείς να βρίσκει “πέρασμα” μέσα από τις διάσπαρτες μεγάλες πέτρες και τα νεροφαγώματα. Η βλάστηση γινόταν όλο και πιο πυκνή, ενώ άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ίχνη λάσπης. Η ταχύτητα μου είχε μειωθεί δραματικά, προκειμένου να μπορώ να μπορώ αποφεύγω τα φυσικά εμπόδια και να κάνω ελιγμούς. Για όσους οδηγούν κυρίως στην άσφαλτο -όπως εγώ- το χώμα, έχει αρκετές δυσκολίες. Δυσκολίες τις οποίες, εμείς οι άπειροι, μπορούμε να τις ξεπεράσουμε σχετικά εύκολα αρκεί να συμβιβαστούμε με τη χαμηλή ταχύτητα. Δυστυχώς ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο και με τη λάσπη….

Η μάχη με τη λάσπη

Η λάσπη είναι ο χειρότερος εχθρός του μηχανόβιου. Ακόμα και ένα μικρό τμήμα λάσπης στη μέση του χωμάτινου δρόμου, αρκεί για να σε πετάξει κάτω σε χρόνο dt, με απρόβλεπτες συνέπειες, ειδικά όταν το οδόστρωμα είναι στην πραγματικότητα ένα άγριο μονοπάτι γεμάτο πέτρες. Στην λάσπη -σε αντίθεση με το χώμα- η χαμηλή ταχύτητα, αποτελεί την “καλύτερη εγγύηση” για μια εντυπωσιακή πτώση, συνήθως, με τη μηχανή των 250 κιλών, πάνω σε κάποιο από τα πόδια σας….

Δεν περίμενα ότι θα βρω λάσπη στο δρόμο, ωστόσο διαπίστωσα ότι μέσα στη χαράδρα, υπήρχαν κομμάτια του δρόμου που η βλάστηση ήταν τόσο πυκνή που τα δέντρα δημιουργούσαν μικρά φυσικά “τούνελ”, με αποτέλεσμα ο ήλιος να μην βλέπει το δρόμο και να μην τον έχει στεγνώσει ακόμα, δεκαπέντε ημέρες μετά τη βροχή. Στην πρώτη διεύλευση, έπαθα σοκ καθώς οι τροχοί άρχισαν να πατινάρουν έντονα. Ευτυχώς, το πρώτο σημείο που συνάντησα με λάσπη στη μέση του δρόμου, όπως και το δεύτερο, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβω πως συμπεριφέρεται η μηχανή επάνω σε τέτοιο δρόμο.

Στη δεύτερη διεύλευση από λάσπη, άρχισα μάλιστα να παίρνω και κουράγιο πιστεύοντας ότι πλησιάζω, όταν στη μέση του πουθενά, μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλε μπροστά μου -σε ένα από τα μικρά προαναφερθέντα τούνελ- μια πινακίδα: “Όρια Ιστορικής Κοινότητας Αμπελακίων”…

Πήρα θάρρος -την ώρα εκείνη απαραίτητο για να συνεχίσω- στη συνέχεια ωστόσο διαπίστωσα ότι η περιοχή της “Ιστορικής Κοινότητας Αμπελακίων”, είναι πολύ, μα πολύ μεγάλη και εκτείνεται τουλάχιστον 10 με 15 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό…

Στη συνέχεια του δρόμου και ανεβαίνοντας, βρήκα αρκετά σημεία με λάσπη, τα οποία πλέον αποφάσισα να διασχίζω με σχετικά υψηλή σταθερή ταχύτητα -μεταβάλλοντας ανάλογα και μαλακά το γκάζι- και με μηδενικές διορθώσεις στο τιμόνι, ακόμα και τη στιγμή που είχα την αίσθηση ότι η μηχανή επιβραδύνει και θα πέσω.

Οφείλω να ομολογήσω ότι “τα χρειάστηκα”. Η μέση ταχύτητα -παρά τα γρήγορα υποχρεωτικά ξεσπάσματα της λάσπης- παρέμενε σταθερά χαμηλή, πράγμα που σε συνδυασμό με το ότι δεν γνώριζα το δρόμο, έκανε τα χιλιόμετρα να μοιάζουν αρκετά “μεγαλύτερα” από ότι πραγματικά ήταν, μέσα στην ερημιά του δάσους. Είχαν περάσει ήδη δυο ώρες και είχα αρχίσει να κουράζομαι, ψυχικά και σωματικά. Συνέχισα να πηγαίνω διαρκώς μπροστά με την ελπίδα ότι παρακάτω θα βελτιωθεί ο δρόμος, αλλά κυρίως γιατί δεν ήμουν σε καμιά περίπτωση διατεθειμένος να επιστρέψω εκεί από όπου πέρασα. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι εκτός από τις οδηγικές μου ικανότητες -που πρέπει μάλλον να υπήρχαν για να φτάσω μέχρι εκεί- είχα και αρκετή, ίσως πάρα πολύ, τύχη….

Όσο περνούσε η ώρα και ο δρόμος παρέμενε σταθερά κακός, άρχισα να σκέφτομαι αυτά που θα έπρεπε να έχω σκεφτεί μερικές ώρες νωρίτερα. Κατάλαβα ότι αν κάτι συνέβαινε, θα ήταν πολύ δύσκολο -με ότι αυτό συνεπάγεται για κάποιον που βρίσκεται μέσα στο δάσος ενώ έρχεται το βράδυ- να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε, αφού εκτός των άλλων, στην περιοχή δεν είχε σήμα και το κινητό τηλέφωνο. Ίσως να ήταν θέμα εταιρείας, δεν ξέρω, πάντως, όταν μετά από περίπου δυόμιση ώρες, έφτασα στο οροπέδιο λίγα χιλιόμετρα πριν την κορυφή της Βασιλίτσας, συνειδητοποίησα ότι στη διαδρομή μου δεν είχα συναντήσει ως εκείνη τη στιγμή ούτε ένα αυτοκίνητο. Ο τελευταίος άνθρωπος που είδα ήταν ο βοσκός αρκετά χαμηλότερα, στην αρχή σχεδόν της ανάβασής μου.

Ο τολμών… ανταμοίβεται

Τα χειρότερα είχαν περάσει. Το πυκνό δάσος άρχισε να δίνει τη  θέση του σε σχετικά μεγάλες ανοιχτοσιές, στις οποίες υπήρχαν και -ω ναι!!!- δασικά σπίτια. Η αλήθεια είναι ότι τα σπίτια που συνάντησα ήταν λίγα -τέσσερα, πέντε τον αριθμό- στην ευρύτερη περιοχή μιας τεχνητής λίμνης, ενώ όταν τελείωσε το ταξίδι μου έμαθα από τους κατοίκους της περιοχής στα Αμπελάκια, ότι αποκαλούνται “δασικά” ή “καλύβες” και είναι “νόμιμα”. Κάποια από αυτά, ήταν όντως καλύβες… κάποια άλλα πάλι, όχι….

Οργιώδης φύση

Φτάνοντας στο οροπέδιο, συνειδητοποίησα ότι η φύση που άφησα πίσω μου αλλά και αυτή που είχα μπροστά μου ήταν πραγματικά μοναδική: οξιές, καστανιές, καρυδιές, σε ένα καταπράσινο τοπίο, στο τελευταίο και πιο έντονο φούντωμα τους, λίγο πριν αρχίσει έλθει το φθινόπωρο.

Συνέχισα να προχωράω προς τη Βασιλίτσα, ενώ στα αριστερά μου έβλεπα χαμηλότερα από εμένα, στο βάθος, την τεχνητή λίμνη και πιο πέρα, απέναντι στα ανατολικά, την κορυφή του Κισσάβου, το μέρος όπου ήμουνα το πρωί. Ο δρόμος είχε αρχίσει να γίνεται βατός -ένας πατημένος χωματόδρομος, με κόκκινο χώμα- ενώ άρχισαν να εμφανίζονται -επιτέλους- και τα πρώτα “σημάδια ζωής”: φρέσκιες ροδιές στο χώμα, από αγροτικά αυτοκίνητα. Λίγο μετά συνάντησα και το πρώτο αυτοκίνητο.

Για να λέμε την αλήθεια, σε κάποια σημεία, το τιμόνι της μηχανής “κοσκίνιζε” ακόμα, ωστόσο σε σχέση με αυτό που είχα περάσει πριν, ήταν σαν να βγήκα στην autobahn.

Η αίσθηση αυτή ήταν που με έκανε στην επόμενη διασταύρωση που βρήκα, να στρίψω αριστερά και να πάρω το δρόμο που η πινακίδα έλεγε ότι ανέβαινε -με αρκετή κλήση, ειδικά λίγο πριν την κορυφή- προς τη Βασιλίτσα,  προς το στρατόπεδο με το ραντάρ.

Για ευνόητους λόγους δεν θα περιγράψω την περιοχή του στρατοπέδου, ωστόσο εντύπωση μου έκαναν τα bunker διαμονής στρατιωτών, σε ένα ανάχωμα λίγο πιο κάτω από το επίπεδο των βασικών κτισμάτων.

Το πιο εντυπωσιακό από όλα ωστόσο ήταν το θέαμα από το σημείο προς τα νότια.

Η εποχή, ήταν καλή και μπορούσες να δεις, σαν να κοιτάς από αεροπλάνο χωρίς παράθυρα, μέχρι πέρα από τον ορίζοντα. Εύκολα φαινόταν η λίμνη Κάρλα και πιο πέρα το όρος Πήλιο, από τη μια μεριά, ενώ λίγο πιο αριστερά, κάτω από τα πόδια μου, η Λάρισα και ο κάμπος της. Στο βάθος έβλεπες μέχρι την Καρδίτσα στους πρόποδες των Αγράφων τα οποία ορθώνονταν μακριά στα νοτιοδυτικά. Στα δεξιά, προς τη δύση, ο Όλυμπος και πιο πέρα από αυτόν στο βάθος στον ορίζοντα, σχεδόν έβλεπες να διαγράφονται οι πρώτες κορυφές της Πίνδου.

Θέαμα μοναδικό, που όμοιο του είχα απολαύσει μόνο στα χρόνια που εκπαιδευόμουν στο αεροπλάνο. Ήταν αποζημίωση για όλο το δρόμο, που έτσι κι αλλιώς ωστόσο -κάνοντας ένα μερικό απολογισμό- ήταν από μόνος του μια ανταμοιβή, μιας και ο στόχος ήταν η περιπέτεια. Περιπέτεια που απόλαυσα και μάλιστα χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα.

Πήρα το χωματόδρομο για τα Αμπελάκια. Πρέπει να μου πήρε κοντά στη μισή ώρα με τρία τέταρτα, στη συνέχεια για να κατέβω στο χωριό, σε δρόμο που πλέον μου φαινόταν… “άσφαλτος σε απόχρωση καφέ”.  Η θέα για άλλη μια φορά ήταν μοναδική, ειδικά όταν πλησίαζα το χωρίο και πέρασα στην μεριά της πλαγιάς του Κισσάβου που κοιτάει στην κοιλάδα των Τεμπών.

Η ώρα πλησίαζε ήδη 8 και το μόνο που ήθελα ήταν νεράκι και ένα καλό φαί. Όπως καταλάβατε, δεν είχα πάρει ούτε αυτά μαζί μου….

Προειδοποίηση: Μην επιχειρήσετε αυτή τη διαδρομή -συγκεκριμένα το τμήμα που προαναφέρθηκε- σε καμία άλλη εποχή εκτός από το καλοκαίρι ή τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου και ακόμα και την περίοδο αυτή, μην ξεκινήσετε αν κάποια μέρα, μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα, είχε βρέξει. Τουλάχιστον όχι χωρίς ειδικά λάστιχα (για πορεία σε χώμα) και ζάντα με ακτίνα. Αφήστε το μπαουλάκι στο σπίτι και φορέστε οπωσδήποτε μπουφάν και παντελόνι με προστασίες. Πάρτε απαραίτητα μαζί σας, φαρμακείο, GPS και βέβαια κινητό τηλέφωνο. Παρά το ότι υπάρχουν αρκετά σημεία που δεν πιάνει το κινητό, οι κλήσεις έκτακτης ανάγκης (112) διεκπεραιώνονται.  Το GPS σε περίπτωση ανάγκης θα σας δώσει τη θέση σας. Μπείτε στο χωματόδρομο με το ρεζερβουάρ γεμάτο και φροντίστε να γνωστοποιήσετε σε κάποιον πριν ξεκινήσετε, για το που θα πάτε και πόση ώρα περίπου υπολογίζετε ότι θα κάνετε. Κλείστε μαζί του τηλεφωνικά ραντεβού ανά τακτά διαστήματα. Α!!! και πάρτε μαζί φαγητό και νερό…

Σκαρφαλώνοντας στους χωματόδρομους του Κισσάβου

Απόγευμα 12ης Αυγούστου 2009, ώρα: 4μμ

Τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα. Αυτή ήταν η τρίτη διασταύρωση που συναντούσα χωρίς να ξέρω ουσιαστικά που να πάω, ωστόσο στις δυο άλλες απλώς ακολούθησα το “μεγαλύτερο” και πιο πατημένο δρόμο. Είχα σχεδόν μια ώρα που σκαρφάλωνα επάνω στο αυλακωμένο, χωματόδρομο -σε κάποια σημεία ο Θεός να τον κάνει-, στην βορινή πλαγιά του Κισσάβου και ακόμα δεν φαινόταν ίχνος του χωριού πουθενά. “Αμπελάκια 25” έγραφε η ταμπέλα κάτω στον κεντρικό δρόμο, πράγμα που με έκανε να στρίψω και να βγω από την άσφαλτο, χωρίς να το πολυσκεφτώ. “Πόση ώρα να το κάνω βρε αδερφέ, 25 χιλιόμετρα είναι”, σκέφτηκα. Προφανώς δεν σκέφτηκα πολύ… Η ώρα περνούσε και πιστέψτε με δεν θέλεις να βρεθείς μόνος το βράδυ στα δάση του Κισσάβου, για πολλούς λόγους που δεν σχετίζονται μόνο με τη φύση.

Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα εδώ. Με παρέσυρε ο ενθουσιασμός του πρωινού μου “επιτεύγματος”, όπου με ζάντα και λάστιχο ασφάλτου -μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι- αποφάσισα να ακολουθήσω το ένστικτο του εξερευνητή -που όλοι όσοι αγαπούν τις μηχανές έχουν μέσα τους- και να βγω λίγο έξω από το δρόμο. Καλοκαίρι ήταν άλλωστε… Ευτυχώς! όπως διαπίστωσα αργότερα.

Προειδοποίηση: Μην επιχειρήσετε αυτή τη διαδρομή -ειδικά το δεύτερο μέρος της που θα ακολουθήσει στην επόμενη ανάρτηση- σε καμία άλλη εποχή εκτός από το καλοκαίρι ή τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου και ακόμα και την περίοδο αυτή, μην ξεκινήσετε αν κάποια μέρα, μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα, είχε βρέξει. Τουλάχιστον όχι χωρίς ειδικά λάστιχα (για πορεία σε χώμα) και ζάντα με ακτίνα. Αφήστε το μπαουλάκι στο σπίτι και φορέστε οπωσδήποτε μπουφάν και παντελόνι με προστασίες. Πάρτε απαραίτητα μαζί σας, φαρμακείο, GPS και βέβαια κινητό τηλέφωνο. Παρά το ότι υπάρχουν αρκετά σημεία που δεν πιάνει το κινητό, οι κλήσεις έκτακτης ανάγκης (112) διεκπεραιώνονται.  Το GPS σε περίπτωση ανάγκης θα σας δώσει τη θέση σας. Μπείτε στο χωματόδρομο με το ρεζερβουάρ γεμάτο και φροντίστε να γνωστοποιήσετε σε κάποιον πριν ξεκινήσετε, για το που θα πάτε και πόση ώρα περίπου υπολογίζετε ότι θα κάνετε. Κλείστε μαζί του τηλεφωνικά ραντεβού ανά τακτά διαστήματα.

Μέρος 1ο: Ξεκινώντας για μια ασφάλτινη βόλτα στην κορυφή

Δεν ήμουν συνηθισμένος με τους χωματόδρομους. Η επαφή μου με το χώμα περιοριζόταν σε μερικά χιλιόμετρα σε αρκετά πατημένους δρόμους, στους οποίους, όταν βρέθηκα, έγινε ουσιαστικά κατά λάθος. Στην πραγματικότητα “το βάπτισμα του πυρός” το πήρα το πρωί, όταν ακολούθησα το μονοπάτι που θα με έβγαζε από την νότια πλευρά του βουνού -μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο χαμηλά από την κορυφή του Κισσάβου-, στην ανατολική του πλαγιά, στην πλευρά που κοιτά προς το Αιγαίο, ακολουθώντας τις παρυφές μιας χαράδρας.

Ο χάρτης έδειχνε ότι ο υπήρχε ένας χωματόδρομος, που συνέδεε το ασφάλτινο δρόμο που σε πάει στην κορυφή και έρχεται από το χωριό Σπηλιά, με τον άλλο ασφάλτινο δρόμο, τον παραλιακό, που έρχεται από τα Τέμπη (και φτάνει μέχρι τον Αγιόκαμπο), κάπου στο ύψος της Καρύτσας. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.

Πρωινό 12ης Αυγούστου 2009, ώρα 8 πμ.

Ανέβηκα στη μηχανή με κάποια συστολή. Η πρωινή δροσιά ήταν ακόμα έντονη και σκεφτόμουν μήπως έπρεπε να πάρω κάτι ακόμα μαζί μου, αφού στόχευα να ανεβώ στο Καταφύγιο, μόλις λίγες δεκάδες μέτρα κάτω από την κορυφή του Κισσάβου.

Δεν ήθελα να την πάθω όπως τις προάλες στην εκδρομή στο Πήλιο, που στον Βόλο είχε 30 βαθμούς και στο βουνό στα Χάνια, μόλις 19.

Το δρομολόγιο προέβλεπε άνοδο -από την πλευρά του Συκουρίου- στο χωριό Σπηλιά και στη συνέχεια κατεύθυνση προς την κορυφή.

Ένας σχετικά καλός επαρχιακός δρόμος, με ισχυρή ανάβαση και αρκετές “δυνατές” στροφές, με οδήγησε στο χωρίο Σπηλιά, σε υψόμετρο …. και με θέα στο Θεσσαλικό κάμπο. Στάση απαραίτητη για καφεδάκι, ενώ αν βρεθείτε το μεσημέρι εκεί, δεν θα ήταν κακή ιδέα, να καθίσετε και για φαγητό.

Περίπου μισή ώρα μετά, ξεκίνησα για την κορυφή. Οι πινακίδες για το Καταφύγιο, ήταν αρκετά κατατοπιστικές και ο δρόμος πολύ καλός και φρεσκοασφαλτοστρωμμένος.

Κάθισα λίγο για να απολαύσω τη θέα από το σημείο του Καταφυγίου και στη συνέχεια ξεκίνησα για να βγω μέσω ενός μικρού τμήματος χωματόδρομου, στην ανατολική πλευρά του Κισσάβου.

Σύμφωνα με το χάρτη ο δρόμος, αν και χωμάτινος, ήταν καλός και η απόσταση γύρω στα 15 χιλιόμετρα. Από εκεί πάλι, ξεκινούσε ένα ασφαλτοστρωμμένο κομμάτι, μέσα στο πυκνό δάσος.

Μπαίνοντας στο χωματόδρομο και ακολουθώντας τον, ήδη από τα πρώτα χιλιόμετρα, διαπίστωσα ότι για εκτός δικτύου δρόμος, είχε πολύ κίνηση.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το ότι στα 15 αυτά χιλιόμετρα, συνάντησα τουλάχιστον 10 αυτοκίνητα, τα μισά εκ των οποίων ήταν ακριβά και πολυτελή (της κατηγορίας των 70-80 χιλιάδων ευρώ) που συνήθως δεν κινούνται στους χωματόδρομους. Μην πάει ο νούς σας στο κακό… Οι επιβαίνοντες ήταν οικογένειες -προφανώς από τα γύρω χωριά- που απλώς ακολουθούσαν το συντομότερο δρόμο για να βγουν στη θάλασσα.

Ο χωματόδρομος ήταν βατός και δεν με προβλημάτισε ιδιαίτερα παρά την αλουμινένια ζάντα και το ασφάλτινο λάστιχο που φορούσε το GS. Βγήκα γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία -παρά την απειρία μου- στην άσφαλτο, μπαίνοντας ουσιαστικά μέσα σε ένα δάσος με ψηλά και πυκνοφυτεμένα δένδρα.  Το ύψος των δένδρων και η σκιά που δημιουργούσαν, μου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι βρίσκομαι σε τούνελ. Η πολύ δροσιά ενίσχυε την εντύπωση αυτή. Δεν άργησα να καταλάβω ότι δεν ήμουν ο μόνος που εκτιμούσα τη βλάστηση σε εκείνο το σημείο. Η παρουσία των υλοτόμων -κάποια άλλη ώρα της ημέρας σίγουρα- γρήγορα έγινε αισθητή, από τα στιβαγμένα ξύλα, στην άκρη του δρόμου, πράγμα που έδινε μια πραγματικά ξεχωριστή εικόνα στο χώρο.

Η πραγματική έκπληξη ήρθε λίγο μετά, μόλις μερικά μέτρα πριν να βγω στον κεντρικό “παραλιακό” υπό μια έννοια δρόμο της ανατολικής πλευράς του Κισσάβου. Εκεί μέσα σε ένα πυκνό δάσος, ένα ξύλινο τραπέζι για πικ νικ μου τράβηξε την προσοχή.

Σταμάτησα αμέσως, όχι μόνο για το τοπίο, αλλά και για να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου, μιας και ήμουν προετοιμασμένος από το πρωί για φαγητό μακριά από το πολιτισμό. Έσβησα τη μηχανή και κατέβηκα…. Είχα να βρεθώ σε τόσο ήσυχο μέρος δεν ξέρω και γω πόσο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ήχοι του δάσους και τίποτε μα τίποτε άλλο.

Όταν μένεις καιρό στις πόλεις ξεχνάς τι σημαίνει πραγματική ησυχία. Μόνο και μόνο για αυτό το μοναδικό -σχεδόν επιβλητικό- συναίσθημα που σου δημιουργεί αυτή η ξέφρενη σιωπή, θα ξαναπήγαινα σε αυτή τη μεριά του Κισσάβου. Τουλάχιστον δυο φορές, μίλησα έτσι χωρίς λόγο, στο κενό… αποδείχθηκε εξαιρετικά διασκεδαστικό να κόβεις τη σιωπή στα δυο.

Κάθισα περίπου μισή ώρα στο σημείο και στη συνέχεια ξεκίνησα για το δρόμο της επιστροφής. Πίστευα ότι η μέρα μου είχε τελειώσει. Πόσο λάθος είχα. Δεν είχα φτάσει ακόμα ούτε καν στη μέση όσων θα βιώνα εκείνη την ημέρα….

(συνεχίζεται…) Για το 2ο Μέρος του ταξιδιού στον Κίσσαβο, πατήστε εδώ.